ασύχναστος

ασύχναστος
-η, -ο
(για τόπους) αυτός στον οποίο δεν συχνάζουν άνθρωποι, απόκεντρος, ερημικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συχνάζω. Η λ. μαρτυρείται στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό (1778- 1850)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ασύχναστος — η, ο εκείνος (τόπος, κατάστημα κτλ.) τον οποίο δεν επισκέπτονται συχνά άνθρωποι: Το μέρος που διάλεξες, για να μεταφέρεις το μαγαζί σου, είναι ασύχναστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάμερος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται κάπως μακριά, απόμερος, παράμερος 2. απόκεντρος, απόκοσμος, ασύχναστος, ερημικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + μέρος. ΠΑΡ. ανάμερα] …   Dictionary of Greek

  • ερημικός — ή, ό (AM ἐρημικός, ή, όν) [έρημος] 1. αυτός που ανήκει, που αναφέρεται στην ερημιά, απάτητος, έρημος, απόκεντρος, ασύχναστος 2. αυτός που ζει στην ερημιά, εκεί που δεν συχνάζει άνθρωπος, αυτός που βρίσκεται στην έρημο, μονήρης, μοναχικός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”